- υπεροργανισμός
- ο, Ν1. βιολ. α) κάθε κοινωνία, όπως λ.χ. μία αποικία κοινωνικών εντόμων, η οποία έχει χαρακτηριστικά κοινωνικής οργάνωσης ανάλογα προς τις φυσιολογικές ιδιότητες ενός οργανισμούβ) ομάδα οργανισμών η οποία δρα ως μία και μόνη λειτουργική μονάδα2. (κοινων.) η κοινωνία ή το κοινωνικό σώμα, κατ' αναλογία αλλά και σε αντιδιαστολή προς τους βιολογικούς οργανισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.